- γαλλόφιλος
- -η, -οφίλος τών Γάλλων και τής Γαλλίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλλόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί υπερβολικά τους Γάλλους και ευνοεί τα συμφέροντα της Γαλλίας: Είναι γαλλόφιλος πολιτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek